- ὠμιστής
- ὠμιστής, οῦ, ὁ, ([etym.] ὠμίζομαι)A porter, Hdn.Epim.100 ([etym.] ὠμισθής)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠμιστής — porter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωμιστής — ὁ, Α αυτός που μεταφέρει βάρη στους ώμους του, αχθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + κατάλ. ιστής, μέσω αμάρτυρου αρχ. *ὠμίζω] … Dictionary of Greek
ὠμισταί — ὠμιστής porter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)